- κνίς
- κνίς, κνῐδός, ἡ,A = κνίδη, acc. sg. κνίδα [ῐ] Opp.H.2.429: pl.
κνίδες Sm.Is.55.13
, cf.Aq., Thd.ib.34.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κνίδες Sm.Is.55.13
, cf.Aq., Thd.ib.34.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κνις — κνίς, ιδός, ἡ (Α) η κνίδη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού κνίζω] … Dictionary of Greek
κνίζω — (AM κνίζω) νεοελλ. προκαλώ κνησμό, ερεθίζω το δέρμα μσν. αρχ. 1. ξύνω 2. πληγώνω, κεντώ, κάνω αμυχή αρχ. 1. (για έρωτα ή άλλα αισθήματα) πειράζω, ερεθίζω (α. «τὸν δὲ Ἀρίστωνα ἐκνιζε ἄρα τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως», Ηρόδ. β. «μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ»,… … Dictionary of Greek
ԵՂԻՃ — (եղըճոյ կամ եղճի.) NBH 1 0655 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c գ. κνίδη, κνίς, ἁκαλήφη urtica. գրի եւ ԵՂԻՆՋ. ասի եւ իբր ռմկ. Աղինճ, Աղիճ, Աղիջ, Աղիջիկ, Եղիճիկ, Եղեճուկ. Խոտ, որոյ տերեւքն ի մի կողմն լի են մանր եւ բարակ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)